1 ἀργεννός
ἀργεννῇς ὀΐεσσι Il.6.424
ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσι 3.141
ἀ. μόσχοι E.IA 574
κρίνη Chaerem.8
γαῖα Opp.H.1.795
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργεννός